εξαφανισμός

εξαφανισμός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εξαφανισμός" в других словарях:

  • εξαφανισμός — ο (AM ἐξαφανισμός) [εξαφανίζω] εξαφάνιση …   Dictionary of Greek

  • εξαφανισμός — ο βλ. εξαφάνιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκμηδένιση — η 1. εξαφανισμός, εξουθένωση. 2. η μετάβαση από την ύπαρξη στην ανυπαρξία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαφάνιση — εξαφάνιση, η και εξαφανισμός, ο 1. η εξάλειψη από το πρόσωπο της γης. 2. η απόκρυψη πράγματος. 3. όλεθρος, καταστροφή, σβήσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαμός — ο απώλεια, θάνατος, χάσιμο, εξαφανισμός: Τη μάρανε ο χαμός του άντρα της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»